- θρυαλλίδα
- Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου-σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν εύκαμπτο σωλήνα, σχηματισμένο από ένα ή περισσότερα στρώματα υφάσματος από φυτικές ή συνθετικές ίνες. To περίβλημα αυτό αδιαβροχοποιείται με πίσσα, γουταπέρκα ή άλλες ουσίες. Με βάση την ταχύτητα καύσης, οι θ. κατατάσσονται σε αργές (περίπου 1 μ./δευτ.), γρήγορες (αρκετές δεκάδες μ./δευτ.) και εκρηκτικές (4.000-7000 μ./δευτ.). Οι θ. του τελευταίου τύπου, που χρησιμοποιούνται συνήθως για ταυτόχρονη έκρηξη πολλών γομώσεων, αποτελούνται από ισχυρά εκρηκτικά, όπως η νιτρογλυκερίνη ή νιτροτολουόλη.
Θ. ονομάζεται επίσης και το σύστημα έναυσης που ρυθμίζεται κατά βούληση, με το οποίο είναι εφοδιασμένοι οι χρονικοί πυροσωλήνες πυρίτιδας.
* * *η (ΑΜ θρυαλλίς)φιτίλι λάμπας, λυχναριού ή κεριού|[νεοελλ. κυλινδρικό νηματοειδές πλέγμα από καννάβι ή βαμβάκι το οποίο περιέχει εύφλεκτες ύλες ή είναι εμποτισμένο σε αυτές και χρησιμοποιείται για να μεταδώσει τη φωτιά σε εκρηκτικές ύλες, άπτρααρχ.1. ονομασία φυτού που είναι κατάλληλο για την κατασκευή λυχναριών, κν. σήμερα αρνόγλωσσο, λουμινάκι2. κηροπήγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + επίθημα -αλλίς, που απαντά συνήθως σε ονομασίες φυτών και πουλιών (πρβλ. συκαλλίς - σύκον). Τα φύλλα του φυτού αυτού χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι, γι' αυτό ονομάστηκε και λυχνίτις].
Dictionary of Greek. 2013.